φιλογλυκυς

φιλογλυκυς
    φιλόγλυκυς
    φιλό-γλῠκυς
    2, gen. εος любящий сладкое Arst., Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "φιλογλυκυς" в других словарях:

  • φιλόγλυκυς — υ, Α 1. αυτός που τού αρέσουν τα γλυκά παρασκευάσματα 2. αυτός που τού αρέσει το γλυκό κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + γλυκύς] …   Dictionary of Greek

  • φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»